ἀπομέμφομαι

ἀπομέμφομαι
V 0-0-0-1-0=1 Jb 33,27
to rebuke, to blame [τινι]; *Jb 33,27 ἀπομέμψεται he shall blame-⋄יסר for MT רשׁי ⋄ירשׁ he shall sing? or ⋄ורשׁ he shall repeat?
Cf. HELBING 1928, 21

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απομέμφομαι — ἀπομέμφομαι (AM) επιπλήττω αυστηρά …   Dictionary of Greek

  • μέμφομαι — (ΑM μέμφομαι, Μ και μέφομαι και μέμφω) 1. κατηγορώ, κακολογώ, κατακρίνω, καταφέρομαι εναντίον κάποιου («μεμψομένους τοῑσι Λακεδαιμονίοισι ὅτι περιεῑδον ἐσβαλόντα τὸν βάρβαρον ἐς τὴν Ἀττικήν», Ηρόδ.) 2. μεμψιμοιρώ, έχω παράπονα με τη μοίρα μου 3.… …   Dictionary of Greek

  • ՄԵՂԱԴԻՐ — ( ) NBH 2 0246 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 8c, 12c ՄԵՂԱԴԻՐ ԵՄ, կամ ԼԻՆԻՄ. μέμφομαι, ἁπομέμφομαι , αἱτιῶμαι, ἑγκαλέω incuso, culpo, accuso, vitio do sive verto. Մեղ դնել. մեղադրել. պատճառս եւ յանցանս ʼի վերայ դնել. վնասակար առնել …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”